ένα
πολύ καλό κείμενο που διαβάστηκε σε
μαθητές γυμνασίου στη Μυτιλήνη.
Γεια
σας
Είμαι
ο Λάζαρος και θα σας πω την ιστορία μου.
Γεννήθηκα
σε ένα σπίτι μοναξιάς.
Η
Μάνα μου…. Η Μάνα μου δεν ήτανε εκεί.
Ποτέ
δεν μου είπανε που ήταν.
Μόνο
πως είχε χαθεί.
Κάποτε
Παλιά
Κανείς
δεν μου είπε που και πότε
Ο
Πατέρας μου έλειπε.
Ήτανε
λέει «έξω».
Ποτέ
δεν κατάλαβα «που είναι αυτό το έξω».
Θυμόμουν
μια φράση που χε πει κάποτε ένας γείτονας
για αυτόν κι ας μην κατάλαβα ποτέ τι
σήμαινε, «οὐαὶ τοῖς ἡττημένοις» είπε
και έφυγε….
Τότε
είχα σκεφτεί ότι θα είναι κάποια ξένη
χώρα, ένας ξένος τόπος….
Με
μεγάλωσαν η Γιαγιά μου, ο Θειος μου και
ο ξάδερφός μου.
Με
μεγάλωσαν με τις μνήμες των γονιών μου.
Ήξερα για αυτούς πολλά κι ας μην τους
είχα γνωρίσει.
Χαρούμενο
παιδί δεν ήμουν.
Στο
τι μου ζητάγανε, καλά δεν τα πήγαινα.
Το
πάλευα να κάνω αυτά που θέλαν οι άλλοι.
Αυτό που θελε η Θεια μου, ο Δάσκαλος,
αυτό που χρειάζονταν η μικρή μου Αδερφή.
Μα
όλο αποτύγχανα.
Κι
όλο έχανα
Κι
όλο με κορόιδευαν
Κι
όλο κάποιος γελούσε
Με
λέγανε ανίκανο. / Κι ίσως να μουν ή και
να γίνα… Πάντως σίγουρα για κάποιο
καιρό το είχα πιστέψει….
Μόνο
ο μεγάλος Ξάδερφός μου μου έλεγε δυνατά
: - είσαι δυνατός, είσαι ικανός, είσαι ο
καλύτερος !!!
Μα
μετά από κάποια χρόνια, ξαφνικά, χάθηκε
και αυτός….
Πήγε
λέει σε ένα νησί.
Να
κάνει διακοπές (έτσι μου παν).
Στην
αρχή δεν το πίστεψα.
-
Μα να μας αφήσει έτσι για να πάει διακοπές
?
-
Κι έπειτα, για πόσο καιρό θα είναι
διακοπές ?
Ήταν
και το όνομα του νησιού που δεν μου
κολλούσε…. Αι Στράτης….
Ο
Ξάδερφός μου με τους παπάδες πολλά πολλά
ποτέ δεν είχε ποτέ.
Μα
οι μέρες περνούσαν, γινόταν βδομάδες
και οι βδομάδες μήνες και οι μήνες
πολλοί.
Και
κανείς δεν μιλούσε για αυτόν. Σαν να
άνοιξε η γη και να τον κατάπιε.
Μια
φορά ρώτησα τη Γιαγιά μου και μου πε να
σωπάσω.
Ο
θειος μου πάλι μου πε πως δεν θέλει ούτε
να τον εθυμάται.
Και
έτσι και γω ξέχασα.
Κι
έμαθα να θυμάμαι μόνο ότι μου λέγαν οι
άλλοι.
Ο
δάσκαλος, ο φωνακλάς ο γείτονας, κάποιοι
συμμαθητές μου, ο μπακάλης και ο θειος
μου.
Και
τι μου λέγαν ?
Μόνο
ένα πράγμα : κάνε αυτό – κάνε εκείνο.
Δεν είσαι ικανός – είσαι μικρός – είσαι
λίγος – Δεν ντρέπεσαι λίγο ?
Κι
οι μήνες γίναν χρόνια.
1,2,3.
Και
με έπεισαν και με έπεισα και γω με τη
σειρά μου, πως δεν είμαι ικανός για
τίποτα, πως είμαι λίγος.
Και
έσκυβα το κεφάλι.
Μα
μέσα μου θύμωνα.
Δεν
το καταλάβαινα καλά και δεν ήξερα γιατί
και με ποιον θύμωνα, αλλά θύμωνα.
Δεν
καταλάβαινα καν καλά – καλά ότι θύμωνα.
Μα
όταν έβρισκα κάποιον πιο αδύναμο από
μένα ή πιο μικρό τον έβριζα, χωρίς να
ξέρω γιατί και καμιά φορά τον εχτύπαγα
κι όλας και μετά τον ξαναέβριζα και πάλι
από την αρχή….
Και
μετά ? Μετά έσκυβα πάλι το κεφάλι, γυρνούσα
σπίτι και άκουγα να βρίζουν εμένα, ο
θείος, ο γείτονας ο μπακάλης, καμιά φορά
κι ο δάσκαλος στο σχολείο.
Τα
χρόνια από τότε που έφυγε, μας άφησε, ο
Ξάδερφός μου, γινήκανε 5.
Εγώ
μεγάλωνα.
Άλλαξα
σχολείο, άλλαξα ρούχα (πήρα πιο μεγάλα),
άλλαξα συμμαθητές, άλλαξα δάσκαλο.
Και
μια μέρα, νόμισα πως μεγάλωσα.
Γνώρισα
και κάτι παιδιά που παρότι στην αρχή με
έβρισαν και μου φέρθηκαν άσχημα, μετά
με πήρανε μαζί τους.
Και
τότε νόμισα πως χάρηκα (και εδώ που τα
λέμε λίγο χάρηκα που βρήκα κάποιον να
είμαι μαζί του), νόμιζα πως μπορώ να
γυρνάω σπίτι και να μην κλαίω πια.
Πως
μπορώ εγώ να είμαι στη θέση του νταή.
Και
τότε τα έβαλα με όλους.
Με
τους καινούργιους συμμαθητές, με τον
καινούργιο δάσκαλο, φώναξα μια φορά και
στον μπακάλη καθώς περνάγαμε απέξω με
την παρέα μου. Σκέφτηκα να τα βάλω ακόμα
και με τον θείο μου, το σκέφτηκα μα δεν
το τόλμησα ποτέ.
– Μεγάλωσα
(ξανά)είπα τότε….
Μα
γρήγορα ένιωσα ότι κάτι δεν είναι έτσι.
Τα
ίδια έκανα πάλι. Πάλι τον αδύναμο έβριζα,
πάλι το κεφάλι έσκυβα εκεί δεν είχα
μπορέσει ποτέ να το σηκώσω….
-
Δεν καταλαβαίνω… Κάτι είναι λάθος, είπα
μια μέρα.
Μα
τι ???
Κι
έτσι τα άφησα, πάλι, πίσω κι ο χρόνος
κυλούσε….
Κι
η χαρά δεν ερχόταν.
Και
ξάφνου μια μέρα ήρθε στη γειτονιά μας
ο Γιάννης. Ο Γιάννης ήταν παλιός φίλος
του Ξαδέρφου μου.
– Σου
έχω νέα από τον Στρατή, μου είπε.
Στην
αρχή δεν τον πίστεψα.
Μετά
θύμωσα. Και θύμωσα πολύ.
– Να
πεις στον Στρατή να μείνει στο νησί του
και να μας αφήσει ήσυχους !!! Να μην τον
νοιάζει για μας !!!
Όμως
ο Γιάννης επέμεινε.
Μου
εξήγησε με υπομονή πως ο Στρατής δεν
πήγε με τη θέλησή του στο Αι Στράτη, δεν
πήγε διακοπές αλλά τον έστειλαν με το
ζόρι, τον έστειλαν εξορία.
Πρώτη
φορά άκουγα αυτή τη λέξη, κανείς δεν μου
την είχε αναφέρει ποτέ άλλωστε.
– Η
εξορία είναι κάτι σαν τη φυλακή μου
είπε…
Άπειρα
τα ερωτήματά μου : ποιοι ? γιατί ? πως ?
Πότε θα γυρίσει ?
Κι
ο Γιάννης σαν άλλος Ιώβ (και σαν σπουδαίος
δάσκαλος όπως μεγαλύτερος κατάλαβα)
μου τα απαντούσε ένα - ένα…
Ξαναγάπησα
τον ξάδερφό μου. Και τώρα τον αγάπησα
αλλιώς. Απίστωτο μου φάνηκε όταν το
κατάλαβα, μα τότε τον αγάπησα πιο πολύ,
πιο βαθειά, πιο ώριμα.
Και
τα χρόνια περάσαν και γίναν 7.
Και
μια μέρα, Σαββάτο ήτανε, ο Γιάννης μου
είπε ότι ο Στρατής έχει γυρίσει και
μάλιστα ξέρει που είναι.
Κύμα
χαράς με κατέκλυσε. Και αμέσως η
χιονοστιβάδα ερωτήσεων ξεχύθηκε από
το στόμα μου. : – που είναι ? – γιατί δεν
έρχεται ?
Ο
Γιάννης δεν απάντησε, άνοιξε ένα
ραδιοφωνάκι και από εκείνο το μαραφέτι
ακούστηκε μια φωνή : «Εδώ πολυτεχνείο
– Εδώ πολυτεχνείο. Σας μιλά ο σταθμός
της ελεύθερης Ελλάδας, ο σταθμός των
ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών».
Μετά
καλούσε σε συμπαράσταση.
Δεν
ήξερα τι σημαίνει η λέξη συμπαράσταση.
Δεν μου είχε εξηγήσει άλλωστε ποτέ
κανείς, όπως και σχεδόν ποτέ δεν μου
εξηγούσε κανείς τίποτα.
Τότε
ο Γιάννης μου είπε ότι ο Στρατής είναι
εκεί από όπου εκπέμπει ο σταθμός. Αφού
μου εξήγησε τι σημαίνει η λέξη εκπέμπει
και μόλις εγώ κατάλαβα τι λέει, τον
άρπαξα αστραπιαία από το χέρι και τον
ταρακούνησα (ναι εγώ, ο 1.60 και 55 κιλά
ταρακούνησα ολόκληρο γομάρι 1.80). – πάμε
εκεί ! ούρλιαξα.
Και
παρά τις αντιρρήσεις του τον τράβηξα.
Σε όλη τη διαδρομή μουρμούραγε, «είναι
επικίνδυνο».
Ποιος
τον άκουγε…. Η φλόγα να δω τον Στρατή
έκαιγε τόσο δυνατά που δεν θα με σταματούσε
τίποτα… Σχεδόν τον έσερνα.
Φτάσαμε.
Μπήκαμε από μια παλιά μισοδιαλυμένη
πορτούλα. Είχα φοβηθεί. Να πω την αλήθεια
δεν είχα απλά φοβηθεί, είχα κατατρομάξει.
Απέξω
στρατός και αστυνομία. Υπήρχαν και
γινόντουσαν πολλά που δεν καταλάβαινα.
Με
τρομοκράτησαν κάποιοι θόρυβοι που μετά
από καιρό έμαθα πως ήταν πυροβολισμοί.
Έκλαιγα
και τα μάτια μου πονούσαν. Μετά από καιρό
έμαθα πως για αυτό έφταιγαν τα δακρυγόνα.
Όμως
δεν με σταμάταγε τίποτα / Ήθελα να δω
τον Στρατή.
Για να είναι
εδώ αυτός, είπα, σπουδαίος θα είναι ο
λόγος.
Και
έψαχνα και έψαχνα…
Ως
που, επιτέλους, σε μια στιγμή τον είδα
!
Ήταν
σαν άγγελος.
Πάνω
σε μια κολώνα.
Ανέμιζε
μια σημαία.
Από κάτω
κόσμος, πολύς κόσμος.
Ξάφνου
μέσα σε αυτούς αναγνώρισα κάποιες
φάτσες. Μου φάνηκε απίστευτο αλλά ήταν
κάποια από τα παιδιά που είχα τρομοκρατήσει,
είχα βρίσει, ίσως και να είχα χτυπήσει
κάποτε.
Και
ήταν εκεί.
Και
δεν φοβόντουσαν.
Απέναντί
τους τα τανκς.
Και δεν
φοβόνταν.
Φαίνονταν
πως δεν φοβόντουσαν.
Πήγα
και εγώ, πιάστηκα μαζί τους, χέρι – χέρι.
Χέρι – χέρι με αυτά, αλλά και με άλλα
παιδιά που δεν ήξερα.
Όλοι
μαζί.
Φωνάζαμε
μαζί,
πονάγαμε
μαζί,
φοβόμασταν
μαζί,
αλλά και
παίρναμε θάρρος μαζί,
ο ένας
από τον άλλο,
ο
άλλος από τον έναν,
ένας
για όλους και όλοι για έναν.
Τα
πόδια μου τρέμανε, τα μάτια μου πονούσαν
και κλαίγανε, η καρδιά μου ένιωθα πως
θα σπάσει. Όχι μόνο από τον φόβο αλλά
και από ένα άλλο συναίσθημα, καινούργιο,
που δεν ήξερα (και ακόμα δεν ξέρω) πως
να το ονοματίσω.
Ίσως
να είναι το συναίσθημα του εμείς.
Τότε
για πρώτη φορά στη ζωή μου το ένιωσα, το
κατάλαβα.
Δεν
θα με αφήσω να φοβάμαι άλλο !
Είμαι ικανός
να σηκώσω τον κόσμο ολάκαιρο στον αέρα
!
Όπως
τώρα που σηκώνουμε ένα κύμα μαζί με τα
άλλα παιδιά και το κύμα σηκώνει τον
Στρατή στον αέρα….
Εκείνη
τη μέρα είναι η τελευταία μέρα που είδα
τον Στρατή.
Ήταν
η τελευταία μέρα που τον είδε ο ουρανός.
Πλησίασε
τόσο κοντά του που ο ουρανός τον πήρε
να τον κρατήσει μακριά από το μίσος των
ανθρώπων.
Ως
εκεί έφτασε το δυσθεώρητο ύψος του.
Εκείνη
τη μέρα, μαζί με τον Στρατή, αποχαιρέτησα
και τον Φόβο.
Εκείνη τη
μέρα μεγάλωσα.
«Αναστήθηκα».
Αντίο
σας.
Είμαι
ο ΛΑ ζαρ ΟΣ, είμαι δυνατός, είμαι γεμάτος
θάρρος και θα παλεύω κάθε μέρα, κάθε ώρα
και στιγμή να παραμένω όρθιος !
Σαμαράς
Λεωνίδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου